- σωματώδης, -ης, -ες
- γεν. -ους, αιτ. -η, πληθ. ουδ. -η, μεγαλόσωμος, παχύς και ψηλός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωματώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) σωματώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σωματώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματώδης — ες / σωματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] νεοελλ. εύσωμος, αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες σώμα μσν. αρχ. πηγμένος, στερεοποιημένος, στερεός («πᾱν δὲ γάλα ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται τυρός», Αριστοτ.). επίρρ … Dictionary of Greek
σωματωδέστερον — σωματώδης adverbial comp σωματώδης masc acc comp sg σωματώδης neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματώδει — σωματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σωματώδης masc/fem/neut dat sg σωματώδεϊ , σωματώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματώδη — σωματώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σωματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σωματώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματωδεστέρων — σωματώδης fem gen comp pl σωματώδης masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματωδέστατα — σωματώδης adverbial superl σωματώδης neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματωδέστατον — σωματώδης masc acc superl sg σωματώδης neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματῶδες — σωματώδης masc/fem voc sg σωματώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματώδεις — σωματώδης masc/fem acc pl σωματώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)